Η Στέλλα Θεοδωράκη παρουσιάζει την Περιφρόνηση

Η Περιφρόνηση: πληροφορίες →

Ανάμεσα στις ταινίες που μ’ εντυπωσίασαν και με τάραξαν στα φοιτητικά μου χρόνια είναι Η Περιφρόνηση του Γκοντάρ, από το βιβλίο του Μοράβια. Ίσως γιατί είχα μια δυσκολία να κατανοήσω πως όταν αγαπάς τον άλλο “totalement” και “tragiquement”, μπορεί στη συνέχεια και να τον περιφρονείς. Το συνειδητοποίησα ακόμη περισσότερο, όταν κάποια στιγμή αργότερα η ταινία έγινε σημείο αναφοράς σ’ ένα έργο μου. Ηρθε φυσικά χωρίς πρόβλεψη, σαν τα συναισθήματα της Καμίγ που η περιφρόνηση έρχεται σαν το κρύο ή τη ζέστη.

Ένας επιπλέον λόγος της αγάπης μου γι’ αυτήν την ταινία είναι πως όταν η πολιτική στάση ενός δημιουργού μετατρέπεται σε συναίσθημα, προκαλεί μια ενεργοποίηση του θεατή, της σκέψης του και των αισθήσεών του ιδιαίτερα καθαρτική. Στο σινεμά δεν υπάρχουν στεγανά. Σ’ έναν τρόπο έκφρασης όλα συμπλέκονται μεταξύ τους. Η ζωή είναι μία και μόνη. Και σ’ αυτήν τη μία ζωή ο Οδυσσέας μπορεί να κάνει παρέα με τον Φριτς Λανγκ που προτιμάει το “Μ” le Maudit απ’ όλες τις ταινίες του. Να σκηνοθετεί το έργο ενός παραγωγού με έπαρση, που δεν τον δημιούργησαν οι Θεοί, αφού ο άνθρωπος είναι αυτός που τους δημιούργησε.

Η Καμίγ μπορεί να εμπνέει το σύντροφό της συγγραφέα Πολ, που η παιδική σχεδόν ανάγκη του για αυτοεπιβεβαίωση τον καθιστά τραγικό ήρωα. Ακόμη κι όταν η συμπεριφορά του παραπέμπει σε μια αδιόρατη κοινωνική εκπόρνευση, αναρωτιέται γιατί η απρόβλεπτη γοητευτική Καμίγ τον περιφρονεί.

Πρόσωπα χαμένα σ’ένα τοπίο ξένο που αντικαθιστούν το ελληνικό χαμόγελο της κατανόησης και της πιθανής ειρωνείας των αγαλμάτων, μ’ ένα σύγχρονο αβέβαιο περιφρονητικό χαμόγελο. Ο θάνατος όμως δεν είναι η λύση, όταν υπάρχει το βλέμμα του Οδυσσέα που χάνεται στην απεραντοσύνη της θάλασσας επιστρέφοντας στην πατρίδα του.

Κι ύστερα έρχεται ανεξίτηλη στα όνειρά μου η εικόνα της κόκκινης βίλας Μαλαπάρτε, δίπλα στο μπλε της θάλασσας και στο κίτρινο του ήλιου, με τα σκαλιά φυτεμένα στα βράχια και την “ανεμοδαρμένη” μουσική του Ντελερί, που σου θυμίζει συνεχώς τη δύναμη του σινεμά που τ’ αγκαλιάζει όλα .
“Δεν θα σου πω ποτέ γιατί σε περιφρονώ” ! Αυτό το αδιόρατο όριο ανάμεσα στον έρωτα και στην αποδοχή του χρήματος, που διαβρώνει τον έρωτα, την τέχνη, τη ζωή... “Αστείο παιχνίδι που είναι η ζωή”, όπως λέει και ο Γκοντάρ.